Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ


· ancillariolus, i αρσ. ο άνδρας που (έχει την τάση να) συνάπτει ερωτικές σχέσεις με σκλάβες ή υπηρέτριες.
· caco, cacâvi, cacâtum, cacâre  αποπατώ, κοινώς: χέζω.
· cinaedus, -i αρσ. (ελ.) εκείνος που κάνει στοματικό έρωτα, ο αναίσχυντος, ο διεφθαρμένος.
· culeus (culleus), -i αρσ. (ελ.) ο δερμάτινος σάκος, αλλά και ο όρχις.
· culus, -i  αρσ.  τα οπίσθια, ο κώλος.
· culpa, -ae θηλ.  σφάλμα, έγκλημα (διακόρευση παρθένας), και ορισμένες φορές τα γυναικεία γεννητικά όργανα, τον κόλπο.
· cunnus, -i αρσ.  τα εξωτερικά μέρη του αιδοίου, αλλά στη ρωμαϊκή αργκό σήμαινε και το μουνί ή την ακόλαστη γυναίκα.
· irrumo, irrumâvi, irrumâtum, irrumâre το να εξαναγκάσεις κάποια-κάποιον να κάνει στοματικό έρωτα σε άνδρα (κάτι που οι Ρωμαίοι το θεωρούσαν ιδιαίτερα εξευτελιστικό).
· irrumâtor, -oris αρσ.  μπάσταρδος (κάθαρμα), αλλά και εκείνος που εξανάγκαζε κάποιον-κάποια να του κάνει στοματικό έρωτα.
· follis, -is αρσ. πουγκί, σάκος, μπάλα (για παιχνίδι), τα πνευμόνια, αλλά και οι κύστες των όρχεων.


·  futuo, futui, fututum, futuere γαμάω.
·  lupa, -ae θηλ.  λύκαινα, αλλά και πόρνη.
·  lupânar, -aris θηλ. πορνείο.
·  lupâtria, -ae θηλ. πόρνη, απατεώνισσα. 
·  lustror, lustrâri  ο επισκέπτης των πορνείων.
·  lustrum ουδ.  τόπος ακολασίας, πορνείο.
·  lutum, -i ουδ.  κίτρινη βαφή, χώμα, λάσπη, ένας όρος που χρησιμοποιούνταν και σαν βρισιά προς έναν άνδρα ή μια γυναίκα.
·  mentula, -ae όρος που επίσης χρησιμοποιούνταν σαν βρισιά και σήμαινε πουτσοκέφαλος, ή, τέλος πάντων, κάτι παρόμοιο.
·  merda, -ae θηλ. κοπριά, σκατό.
·  meretrix, -tricis θηλ  ακριβή πόρνη, σπιτωμένη


·  mingo, minxi, mictum, mingere κατουράω.
·  moecha, -ae θηλ. (ελ.) μοιχαλίδα, πουτάνα, τσούλα.
·  mulierculum, -i ουδ. πόρνη.
·  pallaca, -ae θηλ. (ελ)  παλλακίδα, ερωμένη.
·  pathicus, -i αρσ. (ελ)  ο κολομπαράς, ο μπινές.
·  pedicator, -oris αρσ.  όπως και η προηγούμενη: εκείνος που γαμάει κώλο.
·  pedico, pedicavi, pedicatum, pedicare γαμάω κώλο.
·  pedo, pedi, pedere  κλάνω.
·  peniculus, -i αρσ. το πινέλο, αλλά στην αργκό το πέος.
·  penis, -is αρσ. η ουρά, αλλά και το πέος.


·  pissio, -avi κατουράω.
· scortum, -I ουδ. η πόρνη - σε κείμενα του Catullus συναντάμε το υποκοριστικό αυτής της λέξης: scortillum, όπου φαίνεται πως σήμαινε και… βούρτσα.
·  scrortum, -i  [παρομόμοιο με το scrautum που  σήμαινε τη θήκη (π.χ. τη θήκη για τα βέλη)] ουδ. ο εξωτερικός «σάκος» που περιέχει τους όρχεις.
·  sopio, -onis αρσ. πέος.
·  testiculum, -i αρσ.  όρχις.
· vagina, -ae θηλ. θήκη, αλλά που σήμαινε επίσης τα γυναικεία γεννητικά όργανα, το αιδοίο.
·  veretrum ουδ.  αρσενικά γεννητικά όργανα.
· verpa, -ae θηλ. το μέρος του πέους που προεξέχει από την ακροβυστία, μια λέξη που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για   να ειρωνευτούν εκείνους που είχαν κάνει περιτομή.
·  vomerm, -eris αρσ. υνί, αλλά και μια ακόμη από τις πολλές λέξεις που χρησιμοποιούσαν στη Ρώμη όταν αναφέρονταν –πού αλλού;– στο πέος

Όλες οι εικόνες εδώ είναι φωτογραφίες από τις περίφημες τοιχογραφίες της Πομπηίας.  Ο τεχνητός διπλός φαλλός προέρχεται επίσης από τη Ρωμαϊκή εποχή.

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

ΟΧΙ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ ΜΑ ΟΚΤΑΝΑ

       Tου Ανδρέα Εμπειρίκου


     Όταν διά της πίστεως και της καλής θελήσεως, αλλά και από  επιτακτικήν, αδήριτον ανάγκην δημιουργηθούν αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, εις την καρδιά του μέλλοντος, εις την καρδιά των υψηλών οροπεδίων και προ παντός μέσ’ στην καρδιά του κάθε ανθρώπου, θα υπάρξη τότε μόνον η Νέα Πόλις και θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς και αδιαιρέτου Οικουμένης.


       Άγνωστον αν η παλαιά, που εκτείνεται προ του ωκεανού στα πόδια του κατακορύφου βράχου που μοιάζει με το Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, άγνωστον αν θα εγκαταλειφθή, ή αν θα υφίσταται καν στα χρόνια εκείνα, ή αν, απέραντη και κενή, θα διατηρηθή ως δείγμα μιας ελεεινής, μιας αποφράδος εποχής, ή ως θλιβερόν μουσείον διδακτικόν, πλήρες παραδειγμάτων προς αποφυγήν. Εκείνο που είναι βέβαιον είναι ότι η Νέα Πόλις θα οικοδομηθή, ή μαλλον θα δημιουργηθή, και θα είναι η πρωτεύουσα του Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των ανθρώπων, μετά χρόνια πολλά, οδυνηρά, βλακώδη και ανιαρά, ίσως μετά από μίαν άλωσιν οριστικήν, μετά την μάχην την τρομακτικήν του επερχομένου Αρμαγεδδώνος.


      Δεν θα εξετάσω τας λεπτομερείας. Είναι μακράν ακόμη η εποχή, ώστε από τούδε να τας γνωρίζωμεν καταλεπτώς, ή «a priori». Αυτό που με ενδιαφέρει απολύτως – και θα έπρεπε να ενδιαφέρη όλους – είναι ότι η Νέα Πόλις θα ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως από αρχιτέκτονας και πολεοδόμους οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν, οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον της ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα, γωνίες και «ταυ», μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των, ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά, φασιστικά, ή αστικά), πνίγοντες και πνιγόμενοι, να κανονίζουν.

    Όχι, δεν θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι , μα θα κτισθή απ’ όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι, έχοντες εξαντλήσει τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το αστράπτον φως της αντισοφιστείας – τουτέστι το φως της άνευ δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας – παύσουν στα αίματα και στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως όφεις – μά τον Θεό, ή τους Θεούς – τελείως ελεύθερα ν΄ ανθίσουν.


    Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν), σας λέγω την αλήθειαν. Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη, αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Οκτάνα.


Και τώρα ο καθείς θα διερωτηθή ευλόγως: «Μα τι θα πη Οκτάνα ;» 

Δίκαιον το ερώτημα και η απάντησις θα έλθη γρήγορα. Όμως διά να γίνη πλήρως νοητή, ρίξετε πρώτα μέσα σας μια καλή ματιά και ευθύς μετά ρίξετε άλλη μία τριγύρω σας δεξιά και αριστερά, πάνω και κάτω. Έπειτα κλείστε τα μάτια σας για μια στιγμή και ανοίξτε τα αποτόμως, ανοίγοντας διάπλατα και τις ψυχές σας. Η απάντησις θα βρίσκεται μπροστά σας, όχι μονάχα νοητή, μα και απτή – σώμα περικαλλές και έμψυχον και σφύζον.


Και τώρα (αμήν, αμήν) λέγω υμίν:

Οκτάνα , φίλοι μου, θα πη μεταίχμιον της Γης και του Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει.

Οκτάνα θα πη πυρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα.

Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του.

Οκτάνα θα πη ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής.

Οκτάνα θα πη η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής.

Οκτάνα θα πη το «εγώ» «εσύ» να γίνεται (και αντιστρόφως το «εσύ» «εγώ») εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν μέθεξιν υπερτάτην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν, το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που εν εκστάσει συντελείται.

Οκτάνα θα πη η ενόρασις και η διαίσθησις εκείνη, που επιτρέπουν σωστά να νοιώθης, να καταλαβαίνης όλην την αγωνίαν των αλγούντων, τα λόγια τα συμβολικά του Ιησού, όλην την σκέψιν των αθέων, τας αστραπάς των προφητών και όλην την σημασίαν των τηλαυγών εκλάμψεων του Ζαραθούστρα.

Οκτάνα θα πη (χωρίς να περιφρονούμε του γήρατος την σοφίαν) θα πη πάση θυσία διατήρησις της παιδικής ψυχής εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας εποχάς του βίου, διότι άνευ αυτής και η πιο χρυσή νεότης γρήγορα στάχτη γίνεται και χάνεται και φεύγει και μένει στη θέσι της η θλίψις, η άνευ ελπίδων μεταμέλεια και η στυγνή ρυτίς.

Οκτάνα θα πη εν πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει βεβαιότητι Αδάμ–συν-Εύα.

Οκτάνα θα πη οι άνθρωποι άγγελοι να γίνουν, αλλ’ άγγελοι με φύλον φανερόν, συγκεκριμένον.

Οκτάνα θα πη επί γης Παράδεισος, επί της γης Εδέμ, χωρίς προπατορικόν αμάρτημα, πέραν πάσης εννοίας κακού, με ελευθέραν εις πάσαν περίπτωσιν παντού και την αιμομιξίαν.

Οκτάνα θα πη απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης.

Οκτάνα θα πη διατήρησις επαφής και στα απώτερα σημεία των εξελίξεων με πάσαν πηγήν που όντως αποτελεί των αρχετύπων της ζωής ιερή μια νερομάνα.

Οκτάνα θα πη παν ότι μάχεται τον θάνατον και την ζωήν παντού και πάντοτε διαφεντεύει.

Οκτάνα θα πη αληθινή ελευθερία και όχι εκείνη η φοβερά ειρωνεία, να λέγεται ελευθερία ό,τι χωρεί ή ό,τι εναπομένει στα ελάχιστα περιθώρια που αφήνουν στους ανθρώπους οι απάνθρωποι νόμοι των περιδεών και των τυφλών ή ηλιθίων.

Οκτάνα θα πη , όχι πολιτικής, μια ψυχικής ενότητος Παγκόσμιος Πολιτεία (πιθανώς Ομοσπονδία) με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνην εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμόν εκάστου, διότι αυτή μόνον εν τέλει θα ημπορέση διά της κατανοήσεως, διά της αγωνιστικής καλής θελήσεως, ουδόλως δε διά της βίας, τας τάξεις και την εκμετάλλευσιν του ανθρώπου από τον άνθρωπον να καταργήση, να εκκαθαρίση επιτέλους!

Οκτάνα θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.

Οκτάνα θα πη δικαιοσύνη.

Οκτάνα θα πη αγάπη.

Οκτάνα θα πη παντού και πάντα καλωσύνη.

Οκτάνα θα πη η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.

Οκτάνα, φίλοι μου, θα πη, απόλυτος μη συμμόρφωσις με ό,τι αντιστρατεύεται, ή μάχεται, ή αναστέλλει την έλευσιν της Οκτάνα.

Οκτάνα θα πη μη συμμετοχή και μη αντίταξι βίας εις την βίαν.

Οκτάνα θα πη ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο, κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.

Ιδού με ολίγα λόγια, αλλά σαφή, ιδού τι θα πη, φίλοι μου, Οκτάνα.


Και τώρα θα προσθέσω:

Όσοι από σας πια βαρεθήκατε στον κόσμο αυτόν τον άδικον και τον βλακώδη να άγεσθε και να φέρεσθε από τους ψεύτες, από τους σοφιστάς και λαοπλάνους, όσοι πια βαρεθήκατε οι δεσμοφύλακές σας σαν τόπια ταλαίπωρα να σας εξαποστέλλουν εις τον Καϊάφα και πριν απ’ αυτόν στον Άννα, προσμένοντας να έλθη η Ώρα η χρυσαυγής, η πολυύμνητος και ευλογημένη, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, όσοι την σημερινήν ελεεινήν πραγματικότητα να αλλάξετε ποθείτε, προσμένοντας να έλθη η Ώρα, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, ελάτε και ως ανακράξωμεν μαζί (νυν και αεί, νυν και αεί) σαν προσευχή και σαν παιάνα, ας ανακράξωμεν μαζί, με μια ψυχή, με μια φωνή – ΟΚΤΑΝΑ!
 
Γλυφάδα, 20. 8. 1965 

Όλες οι φωτογραφίες εδώ ήταν του David Hamilton.
 

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

L'Academie des dames

Το πρώτο, δηλαδή το παλαιότερο, γνωστό βιβλίο στο οποίο υπάρχουν αναφορές σε σαδομαζοχιστικές πρακτικές, είναι –αν εξαιρέσουμε την Παλαιά Διαθήκη, όπως σημειώνει με χιούμορ η Μάγδα– το L'Academie des Dames, (Η Ακαδημία των Κυριών), το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1660 στη Γαλλία γραμμένο στα λατινικά, υπό τον τίτλο Aloisiae Sigaeae, Toletanae, Satyra sotadica de arcanis Amoris et Veneris.

Αρχικά υποστηρίχθηκε ότι επρόκειτο για ένα χειρόγραφο στα ισπανικά, γραμμένο από τη Luisa Sigea de Velasco, μια πολυμαθή ποιήτρια και κυρία επί των τιμών στη βασιλική αυλή της Λισσαβόνας, το οποίο αργότερα μεταφράστηκε στα λατινικά από τον Johannes Meursius, έναν ουμανιστή γεννημένο το 1613 στο Leiden της Ολλανδίας…

Βέβαια, η απόδοση του L'Academie des Dames στη Sigea ήταν ένα ψέμα, και η ανάμιξη της μορφής του ιστοριογράφου Meursius ένα επινόημα, καθώς, όπως αποδείχτηκε αργότερα, το έργο αυτό γράφτηκε από τον Γάλλο νομικό, ιστορικό και λογοτέχνη Nicolas Chorier.

Ο Chorier  (1612-1692), εκτός από τις ιστορικές του έρευνες σχετικά με την Dauphiné ή Dauphiné Viennois (μια παλιά επαρχία της νοτιοανατολικής Γαλλίας η οποία σήμερα είναι μοιρασμένη στα γεωγραφικά διαμερίσματα Isère, Drôme, και Hautes-Alpes), έγραψε και πολύ τολμηρούς, για την εποχή του, ερωτικούς διαλόγους που κυκλοφόρησαν με τον τίτλο: L'Academie des dames, ou les Sept entretiens galants d'Aloisia.

Το έργο αυτό κυκλοφόρησε σε όλη την ελευθεριάζουσα κοινότητα των αρχών του 18ου αιώνα, γραμμένο στα λατινικά και κάτω από πολλούς και διαφορετικούς τίτλους, και το 1750 μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον… ιερέα(!) και συγγραφέα Jean Terrasson, κι έπειτα στα αγγλικά, για να γίνει έτσι γνωστό και στη «γηραιά Αλβιόνα» υπό τον τίτλο A Dialogue between a Married Woman and a Maid.

Το L'Academie des Dames είναι γραμμένο υπό τη μορφή μιας σειράς διαλόγων ανάμεσα στην παντρεμένη εικοσιεξάχρονη Ιταλίδα Tullia και τη νεαρή εξαδέλφη της, Ottavia. Η πρώτη αναλαμβάνει να μυήσει τη δεύτερη στα μυστήρια του έρωτα:

«Η μητέρα σου, μου ζήτησε να σου αποκαλύψω τα πιο απόκρυφα μυστικά του γαμήλιου κρεβατιού και να σε διδάξω πώς να είσαι με τον σύζυγό σου, αλλά και πώς να είναι κι εκείνος με σένα, αγγίζοντας αυτά τα μικρά πράγματα που φλογίζουν τόσο έντονα το πάθος των ανδρών. Αυτό το βράδυ, έτσι ώστε να μπορέσω να σε διδάξω πάνω απ’ όλα σε μια πιο ελεύθερη γλώσσα, θα κοιμηθούμε μαζί στο κρεβάτι μου, για το οποίο θα ήθελα να πω πως έχει την πιο απαλή δαντέλα της Αφροδίτης».

Διδάσκοντας της, λοιπόν, τα μυστικά του έρωτα, η έμπειρη Tullia, ανάμεσα σε πολλά άλλα, συνιστά στη νεαρή Ottavia και τα ερωτικά και… πνευματικά οφέλη του μαστιγώματος… 


Όλες οι εικόνες που παραθέτουμε εδώ είναι από διάφορες παλιές εκδόσεις του L'Academie des dames

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Lost Girls και Ζεμφύρα

Το Lost Girls, που κυκλοφόρησε σε τρεις τόμους, είναι ένα μυθιστορηματικό κόμικ του Alan Moore (σενάριο) και της Melinda Gebbie (εικόνες), στο οποίο αναπαριστώνται οι σεξουαλικές περιπέτειες τριών από τις πιο φημισμένες ηρωίδες μυθιστορημάτων που γράφτηκαν στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα: της Αλίκης από το Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, της Ντόροθι Γκέιλ από το Μάγος του Οζ, και της Γουέντι Ντάρλινγκ από το Πήτερ Παν!

Ο Alan Moore (ο οποίος γεννήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1953), είναι Βρετανός συγγραφέας που δραστηριοποιείται κυρίως στον χώρο των  κόμικς. Θεωρείται από την πλειοψηφία, τόσο του κοινού όσο και των δημιουργών, ως ο κορυφαίος συγγραφέας κόμικς στον κόσμο και συχνά του αποδίδεται ο χαρακτηρισμός… «Θεός των κόμικς». Βέβαια, ο Moore έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό από τις ταινίες που το σενάριό τους βασίστηκε σε ορισμένα από τα κόμικς του: From Hell (2001), The League of Extraordinary Gentlemen (2003), Constantine (2005), V For Vendetta (2006) και Watchmen (2009).

Γεννημένη στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ, η Gebbie μετακόμισε στην Αγγλία το 1984 για να εργαστεί  στην  παραγωγή της περίφημης ταινίας κινουμένων σχεδίων When the Wind Blows του Βρετανού δημιουργού κόμικς Raymond Briggs. Μετά από αυτό εργάστηκε ως εικονογράφος σε διαφημιστικά γραφεία, φτιάχνοντας παράλληλα κάποιες σύντομες ιστορίες κόμικς που κυκλοφόρησαν σε ανθολογίες. Εκείνη την περίοδο αναμίχτηκε στη δικαστική περιπέτεια του εκδοτικού οίκου Knockabout Comics  που είχε μηνυθεί από τον Οργανισμό Καταναλωτών με την κατηγορία της πορνογραφίας. Αργότερα γνώρισε και άρχισε να συνεργάζεται με τον Allan Moore με τον οποίο είναι πλέον παντρεμένη.

Στο Lost Girls η Gebbie είναι εμφανώς επηρεασμένη από την εικονογράφηση των προαναφερόμενων μυθιστορημάτων (Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, Μάγος του Οζ και Πήτερ Παν) όπως παρουσιάστηκαν κατά τις πρώτες τους εκδόσεις, ενώ υπάρχουν και σαφείς αναφορές στο στυλ περίφημων ντακαντέντ εικονογράφων και ζωγράφων της εν λόγω εποχής.

Σύμφωνα με το σενάριο του Lost Girls, oι τρεις ηρωίδες, ως ενήλικες πλέον, συναντιούνται το 1913 σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην Αυστρία, το οποίο ονομάζεται Himmelgarten και βρίσκεται κάπου στα ορεινά της χώρας. Η Αλίκη είναι τώρα η γκριζομάλλα Λαίδη Φέιρτσαϊλντ, η Ντόροθι μια εικοσάχρονη κοπέλα και η Γουέντι μια τριαντάχρονη κυρία με το όνομα Γουέντι Πότερ η οποία είναι παντρεμένη με έναν άνδρα ονόματι Χάρολντ Πότερ που είναι είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της. Οι τρεις γυναίκες επιδίδονται σε σεξουαλικά όργια τα οποία περιλαμβάνουν και άλλους πελάτες αλλά και άτομα από το προσωπικό του ξενοδοχείου, ενώ, παράλληλα, εξομολογούνται μεταξύ τους τις ερωτικές περιπέτειες των νεανικών τους χρόνων:

Η ιστορία της Γουέντι:

Η Γουέντι και οι δύο αδελφοί της, ο Τζον και ο Μάικλ, το σκάνε από το σπίτι τους και συναντούν κρυφά στους κήπους του Κένσινγκτον δύο άστεγους έφηβους, τον Πίτερ και την αδελφή του Άνναμπελ. Ένα βράδυ, ο Πίτερ ακολουθεί τα τρία αδέλφια και κρυφά σκαρφαλώνει μαζί τους στο δωμάτιό τους. Εκεί το αλητάκι τούς διδάσκει διάφορα σεξουαλικά παιχνίδια: φιλάει και χαϊδεύει τη Γουέντι και της μαθαίνει να τον χαϊδεύει κι εκείνη. Τα δύο μικρότερα αγόρια τούς παρακολουθούν και αυνανίζονται.
Η Γουέντι και τα αδέλφια της αρχίζουν να συχνάζουν στο πάρκο για να παίξουν σεξουαλικά παιχνίδια μαζί και με τα άλλα άστεγα αγόρια, δηλαδή με τους φίλους του Πίτερ. Όμως αυτές τις συνευρέσεις τις παρακολουθεί κρυφά ένας παιδόφιλος, που αποκαλείται Κάπτεν, και ο οποίος είναι συνεργάτης του πατέρα της Γουέντι.
Αργότερα ο Κάπτεν χρησιμοποιεί ως αρσενική πόρνη τον Πίτερ και βιάζει την Άνναμπελ. Μάλιστα, δοκιμάζει να επιτεθεί και στη Γουέντι, αλλά εκείνη τον προκαλεί, λέγοντάς του ότι παρενοχλεί παιδιά επειδή ο ίδιος φοβάται να γεράσει. Τότε εκείνος ξεσπάει σε κλάματα οπότε η Γουέντι βρίσκει την ευκαιρία να αποδράσει. Ξαναβλέπει τον Πίτερ μόνο μια φορά, ενώ εκείνος ψάχνει πελάτες σε έναν σταθμό τραίνων…
Αργότερα η Γουέντι παντρεύεται τον πολύ μεγαλύτερό της Χάρολντ Πότερ – όχι επειδή έλκεται από αυτόν, αλλά, αντίθετα, επειδή αποφασίζει να μην κάνει έρωτα ποτέ ξανά… Ωστόσο, μετά τη συνάντησή της με τις άλλες δύο γυναίκες στο ξενοδοχείο Himmelgarten, θα ξαναβρεί τη χαρά της ζωής, παραδομένη στα αχαλίνωτα ερωτικά όργιά τους.


 Η ιστορία της Αλίκης:

Στα δεκατέσσερά της η Αλίκη εξαναγκάζεται να κάνει έρωτα με έναν φίλο του πατέρα της. Κατά τη διάρκεια εκείνης της πράξης, η έφηβη στέκεται μπροστά σε έναν καθρέφτη και φαντάζεται ότι αποδρά καταδυόμενη μέσα σε αυτόν και ότι κάνει έρωτα με τον εαυτό της.
Αργότερα, σε ένα οικοτροφείο θηλέων, η Αλίκη πείθει πολλές από τις συμμαθήτριές της να κοιμηθούν μαζί της. Παράλληλα νιώθει μεγάλη έλξη για μια δασκάλα, την κυρία Ρέτζεντ, με την οποία ανταλλάσσει ένα παθιασμένο φιλί την ημέρα της αποφοίτησής της.
Η κυρία Ρέτζεντ προτείνει στην Αλίκη να την προσλάβει ως προσωπική γραμματέα της. Έτσι, αρχίζει να εργάζεται για τη Ρέτζεντ που τώρα είναι παντρεμένη με έναν πλούσιο κύριο ονόματι Ρέντμαν.
Η Αλίκη γίνεται σεξουαλικό παιχνίδι των εργοδοτών της και συμμετέχει στα λεσβιακά όργια της κυρίας Ρέτζεντ (τώρα Ρέντμαν) τα οποία γίνονται μέσα σε σύννεφα από καπνούς από πίπες οπίου.
Η Αλίκη εθίζεται στο όπιο και παράλληλα παρακολουθεί ένα κορίτσι, τη Λίλι, που, μαζί με άλλες κοπέλες, παρασύρεται –όπως ακριβώς είχε παρασυρθεί κι εκείνη πριν λίγο καιρό– στα σεξουαλικά όργια του ζεύγους Ρέντμαν.
Μια νύχτα, και ενώ ο κύριος και η κυρία Ρέντμαν έχουν πολλούς καλεσμένους σε δείπνο, η Λίλι διατάσσεται να μπει κάτω από το τραπέζι και να γλύψει το αιδοίο της Αλίκης. Αυτό, όμως, φέρνει την Αλίκη στα όρια της, και με οργή αρχίζει να αποκαλύπτει τα μυστικά των εργοδοτών της. Η κυρία Ρέντμαν αρνείται με σφοδρότητα τα λεγόμενα της Αλίκης, λέγοντας πως δεν ξέρει τι λέει αφού είναι εθισμένη στο όπιο. Τότε, δύο υπηρέτες αρπάζουν την Αλίκη, και αφού τη ναρκώσουν, τη βιάζουν.
Τελικά η Αλίκη καταλήγει σε ένα φρενοκομείο, όπου όμως και εκεί βιάζεται συστηματικά από τους νοσοκόμους. Σ’ εκείνο το ίδρυμα συνεχίζει να παίρνει ναρκωτικά και να επιζητά τον έρωτα με πολλές άλλες γυναίκες. Η οικογένειά της την αποκηρύσσει κι έτσι η Αλίκη μετακομίζει στην Αφρική για να εκμεταλλευτεί ένα αδαμαντωρυχείο.
Στη Μαύρη Ήπειρο, η Αλίκη, μαζί με φίλες της, αρχίζει να επιδίδεται σε όργια τα οποία περιγράφει στο ημερολόγιό της με ζωηρά χρώματα: Σε μια ζούγκλα, ενώ πέρνει στο στόμα της το πέος ενός νέγρου, ταυτόχρονα διαπερνάει με ένα διπλό τεχνητό φαλλό το αιδοίο και τον πρωκτό μιας φίλης της. Έπειτα έρχεται ένα φίδι για να τυλιχτεί γύρω από τα κορμιά τους και μια τίγρη για να φιλήσει την Αλίκη στο στόμα…


Η ιστορία της Ντόροθι:

Η Ντόροθι βιώνει τον πρώτο της οργασμό στην ηλικία των δεκαέξι, ενώ αυνανίζεται κατά τη διάρκεια μιας φοβερής καταιγίδας. Έπειτα αρχίζει να έχει σεξουαλική επαφή με τρεις εργάτες της φάρμας της οικογένειάς της, τους οποίους αποκαλεί με τα ονόματα: Αχυράνθρωπος, Τενεκεδένιος και Δειλό Λιοντάρι.
Σε όλες της τις ιστορίες, η Ντόροθι μιλάει για τον «θείο» και τη «θεία» της, όμως κάποια στιγμή η Γουέντι και η Αλίκη την αναγκάζουν να ομολογήσει πως στην πραγματικότητα αυτά τα δύο πρόσωπα ήταν ο πατέρας της και η μητριά της.
Οι γονείς της ανακαλύπτουν τις επαφές της με τους εργάτες και ο πατέρας της την πηγαίνει στη Νέα Υόρκη για «ψυχολογική βοήθεια». Εκεί η Ντόροθι αρχίζει να κάνει έρωτα με τον πατέρα της, μέχρι την ημέρα που επιστρέφουν στο σπίτι. Τότε αρχίζει να αισθάνεται ενοχές, σκεπτόμενη πως κατέστρεψε τον γάμο των γονιών της. Έτσι, αποφασίζει να φύγει από το σπίτι και να ταξιδέψει στον κόσμο.

Το Lost Girls είναι ένα ανάγνωσμα που σε ορισμένα σημεία του θυμίζει πολύ την ατμόσφαιρα του Μεγάλου Ανατολικού του μεγάλου Έλληνα ποιητή  Ανδρέα Εμπειρίκου. Αίσθηση προκαλεί και η εικόνα όπου η Ντόροθι, κάνοντας έρωτα με τον εργάτη που αποκαλεί «Δειλό Λιοντάρι», φαντάζεται πως αγκαλιάζεται με ένα λιοντάρι:


Αυτή η εικόνα από το Lost Girls, μοιάζει πολύ με εκείνη που περιγράφει ο Εμπειρίκος στο Ζεμφύρα ή Το Μυστικό της Πασιφάης, όπου μια θηριοδαμάστρια κάνει έρωτα με ένα λιοντάρι.
Παρακάτω παραθέτουμε ένα απόσπασμα από αυτό το έργο του Εμπειρίκου:


ΖΕΜΦΥΡΑ Ή ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΠΑΣΙΦΑΗΣ

Kάτω από την τεράστιαν τένταν, ο τσίρκος τώρα εκόχλαζε και εβόα. Το νούμερον με τα μικρά ιππάρια είχε τερματισθή καθώς και η άρσις των βαρών. Δύο παλιάτσοι, ευρυπαντέλονοι κρεμανταλάδες – ένας ψηλός, ισχνός και ένας μικρούλης νάνος – ξεφώνιζαν εις τον στίβον, εξεκλειδώνοντο, έπεφταν, εσηκώνοντο, κλαυσιγελούσανε και εχαστουκίζοντο αμοιβαίως ανταποδίδοντες με ιαχάς τας ηχηράς και περιτέχνους φάπας. Αίφνης η ορχήστρα ανέκρουσε ένα γοργόρυθμον σκοπόν και ο στίβος ελευθερώθηκε απ’ τους παλιάτσους. Τέλος, αφού εστήθη ολόγυρα το σιδηρούν κιγκλίδωμα, με βρυχηθμούς λαχταριστούς, γοργόσκιρτα και λυγερά ώρμησαν μέσα τα λεοντάρια.Μόλις εισήλθον, τους ακολούθησε τροχάδην χαρίεσσα και φιλομειδής, με κυανοπόρφυρη σφιχτή στολή ουσάρου, αλλά χωρίς καπέλλο στο κεφάλι, με άσπρα σειρήτια και χρυσά κουμπιά, κραδαίνουσα μαστίγιον στο χέρι, η περιώνυμος δαμάστρια Ζεμφύρα, κατάξανθη, με μαύρα μάτια ηδυπαθή, με μπότες στιλπνές ψηλές και αστραφτερά σπιρούνια. Στη μέση του στίβου ακριβώς, η νεάνις εστάθη αποτόμως και κάμπτουσα τα γόνατά της εις δίχρονον υπόκλισιν βραχείαν, χαιρέτησε δεξιά και αριστερά το πλήθος.

Εκ πατρός Πρωσσίς και εκ μητρός Λιθουανή, ωραιοτάτη και νεαρά, με θαυμαστούς προεξέχοντες μαστούς υπό τον επενδύτην του ουσάρου και αρμονικώς καμπυλουμένους γλουτούς υπό την στρατιωτικήν περισκελίδα, με πρόσωπον παρθένου αγαλλιώσης, η Ζεμφύρα απέσπα πάντοτε θύελλαν χειροκροτημάτων και φωνητικών εκδηλώσεων εξάλλων. Οι πιο ένθερμοι εκ των λαϊκών της θαυμαστών, καμμιά φορά παραληρούντες, εκραύγαζον περιπαθώς ωρισμένας λέξεις, που εάν το πλήθος δεν ήτο πάντοτε τόσον πυκνόν και ήτο διαφορετική η ατμόσφαιρα του τσίρκου, οι ούτως εκφραζόμενοι θα εξεβάλλοντο εκ του ιπποδρομίου, ως προσβάλλοντες την δημοσίαν αιδώ. Εν τούτοις το κλίμα που εδημιούργει πέριξ αυτής η ξανθή θηριοδαμάστρια ήτο τοιούτον ώστε αυταί, αι άλλωστε τόσον εκφραστικαί και τόσον αδικημέναι λέξεις, δεν εφαίνοντο ποτέ χυδαίαι, ούτε προσβλητικαί, διότι συνυφαίνοντο και αφωμοιούντο φυσικότατα, εν τη ευγλώττω και κυριολεκτική των σαφηνεία με ό,τι ανεδίδετο και διεχέετο από την νεαρά γυναίκα, τόσον από την προσωπικήν της καλλονήν και γοητείαν, όσον και από την δράσιν της με τα θηρία, από τα οποία, οσάκις ευρίσκετο μεταξύ αυτών, εξεπορεύετο και εξηπλούτο, πάντοτε, μια δυνατή οσμή οργανικής θηλύτητος και αρρενωπότητος συνάμα. Πέντε-έξη χρόνια τώρα, εγοήτευε η Ζεμφύρα τους θαυμαστάς της με την μελετημένην και ψυχολογικώς εδραιωμένην σαγήνην μιας καλλονής που κινδυνεύει εν μέσω των αγρίων ζώων – πράγμα που συνεκλόνιζε βαθύτατα τα πλήθη.

Το ίδιον συνέβαινε και κατά την εσπέραν ταύτην. Αφού υπεκλίθη η Ζεμφύρα, έκαμε μεταβολήν και αντίκρυσε τα λεοντάρια. Ο κόσμος ενθουσιών την υπεδέχετο με ποδοβολητά, χειροκροτήματα και επευφημίας. Την ίδια στιγμή, σαν ρόδι που σκάει αποτόμως, ορμητικόν και ασπαίρον, εξέσπασε απ’ τα πνευστά το εμβατήριον “El Capitan” του Σούζα. Η Ζεμφύρα ηυχαρίστησε γοργά το πλήθος, κλίνουσα τρεις φορές την κεφαλήν της. Την ώρα εκείνην ο λέων Bobby απεπειράτο να επιβή ερωτικώς επί νεαρής λεαίνης. Τρεις λέοντες εβρυχώντο στεντορείως. Εταίρα λέαινα ουρούσε εσπευσμένως. Αίφνης η νεαρά Πρωσσίς ύψωσε την δεξιάν της και το μέγα καμτσίκι της άστραψε απανωτά εις τον αέρα. Τα λεοντάρια υπεχώρησαν αμέσως και ορθώθηκαν όλα μαζί στα πισινά τους πόδια. Το άγριον τούτο θέαμα ήτο μεγαλειώδες και ο κόσμος, ηλεκτρισθείς, ενέτεινε τα χειροκροτήματά του. Ένα λεπτόν, τρία λεπτά έμειναν έτσι τα θηρία, έπειτα υπό τους ήχους ενός βαλς (το βαλς της «Κοιμωμένης Καλλονής» του Τσαϊκόφσκυ) που διεδέχθη το εμβατήριον του Σούζα, έλαβον θέσιν το εν όπισθεν του άλλου, και ενώ κροτούσε ακόμη το μαστίγιον, ήρχισαν να περιτρέχουν τον στρογγυλόν περίγυρον του στίβου, με τα κορμιά των κυμαινόμενα, με τις χαίτες των ανεμιζόμενες εις τους ρυθμούς των ¾, όπως οι ήχοι του χορού, όπως το ευλύγιστον σώμα της Ζεμφύρας, που με οξύτατα παραγγέλματα και αυτόχρημα λάγνες ιαχές τα εκυβερνούσε…

Γυμνό με Λιοντάρι.
Έργο του Emile Tabary (1857-1927).

Lion Tamer.
Έργο της Laine Bachman.







Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Garras dos sentidos #1

 
Garras dos sentidos – Misia

Não quero cantar amores,
Amores são passos perdidos.
São frios raios solares,
Verdes garras dos sentidos.
São cavalos corredores
Com asas de ferro e chumbo,
Caídos nas águas fundas.
Não quero cantar amores.
paraísos proibidos,
contentamentos injustos,
Feliz adversidade,
Amores são passos perdidos.
São demência dos olhares,
Alegre festa de pranto,
São furor obediente,
São frios raios solares.
Da má sorte defendidos
Os homens de bom juízo
Têm nas mãos prodigiosas
Verdes garras dos sentidos.
Não quero cantar amores
Nem falar dos seus motivos.

(Agustina Bessa-Luís)


Τα νύχια των αισθήσεων

Δε θέλω να τραγουδώ για έρωτες
Οι έρωτες είναι χαμένα βήματα
Είναι ψυχρές ακτίνες του ήλιου
Πράσινα νύχια των αισθήσεων
Είναι άλογα που καλπάζουν
Με σιδερένια, με μολυβένια φτερά
Ριγμένα σε βαθιά νερά
Δε θέλω να τραγουδώ για έρωτες
Γι’ απαγορευμένους  παραδείσους
Γι’ άδικες χαρές
Για ευτυχισμένες αναποδιές
Οι έρωτες είναι χαμένα βήματα
Είναι η τρέλα της ματιάς
Η χαρούμενη γιορτή του λυγμού
Είναι υπάκουος πάταγος
Είναι ψυχρές ακτίνες του ήλιου
Για μένα η τύχη υπερασπίζει
Τους άντρες με καλή κρίση
Έχουν στα τεράστια χέρια τους
Τα πράσινα νύχια των αισθήσεων
Δε θέλω να τραγουδώ για έρωτες
Ούτε να μιλώ για τις πηγές τους

(Μετάφραση: Μάγδα)