· ancillariolus, i αρσ. ο άνδρας που (έχει την τάση να) συνάπτει ερωτικές σχέσεις με σκλάβες ή υπηρέτριες.
· caco, cacâvi, cacâtum, cacâre αποπατώ, κοινώς: χέζω.
· cinaedus, -i αρσ. (ελ.) εκείνος που κάνει στοματικό έρωτα, ο αναίσχυντος, ο διεφθαρμένος.
· culeus (culleus), -i αρσ. (ελ.) ο δερμάτινος σάκος, αλλά και ο όρχις.
· culus, -i αρσ. τα οπίσθια, ο κώλος.
· culpa, -ae θηλ. σφάλμα, έγκλημα (διακόρευση παρθένας), και ορισμένες φορές τα γυναικεία γεννητικά όργανα, τον κόλπο.
· cunnus, -i αρσ. τα εξωτερικά μέρη του αιδοίου, αλλά στη ρωμαϊκή αργκό σήμαινε και το μουνί ή την ακόλαστη γυναίκα.
· irrumo, irrumâvi, irrumâtum, irrumâre το να εξαναγκάσεις κάποια-κάποιον να κάνει στοματικό έρωτα σε άνδρα (κάτι που οι Ρωμαίοι το θεωρούσαν ιδιαίτερα εξευτελιστικό).
· irrumâtor, -oris αρσ. μπάσταρδος (κάθαρμα), αλλά και εκείνος που εξανάγκαζε κάποιον-κάποια να του κάνει στοματικό έρωτα.
· follis, -is αρσ. πουγκί, σάκος, μπάλα (για παιχνίδι), τα πνευμόνια, αλλά και οι κύστες των όρχεων.
· futuo, futui, fututum, futuere γαμάω.
· lupa, -ae θηλ. λύκαινα, αλλά και πόρνη.
· lupânar, -aris θηλ. πορνείο.
· lupâtria, -ae θηλ. πόρνη, απατεώνισσα.
· lustror, lustrâri ο επισκέπτης των πορνείων.
· lustrum ουδ. τόπος ακολασίας, πορνείο.
· lutum, -i ουδ. κίτρινη βαφή, χώμα, λάσπη, ένας όρος που χρησιμοποιούνταν και σαν βρισιά προς έναν άνδρα ή μια γυναίκα.
· mentula, -ae όρος που επίσης χρησιμοποιούνταν σαν βρισιά και σήμαινε πουτσοκέφαλος, ή, τέλος πάντων, κάτι παρόμοιο.
· merda, -ae θηλ. κοπριά, σκατό.
· meretrix, -tricis θηλ ακριβή πόρνη, σπιτωμένη.
· mingo, minxi, mictum, mingere κατουράω.
· moecha, -ae θηλ. (ελ.) μοιχαλίδα, πουτάνα, τσούλα.
· mulierculum, -i ουδ. πόρνη.
· pallaca, -ae θηλ. (ελ) παλλακίδα, ερωμένη.
· pathicus, -i αρσ. (ελ) ο κολομπαράς, ο μπινές.
· pedicator, -oris αρσ. όπως και η προηγούμενη: εκείνος που γαμάει κώλο.
· pedico, pedicavi, pedicatum, pedicare γαμάω κώλο.
· pedo, pedi, pedere κλάνω.
· peniculus, -i αρσ. το πινέλο, αλλά στην αργκό το πέος.
· penis, -is αρσ. η ουρά, αλλά και το πέος.
· pissio, -avi κατουράω.
· scortum, -I ουδ. η πόρνη - σε κείμενα του Catullus συναντάμε το υποκοριστικό αυτής της λέξης: scortillum, όπου φαίνεται πως σήμαινε και… βούρτσα.
· scrortum, -i [παρομόμοιο με το scrautum που σήμαινε τη θήκη (π.χ. τη θήκη για τα βέλη)] ουδ. ο εξωτερικός «σάκος» που περιέχει τους όρχεις.
· sopio, -onis αρσ. πέος.
· testiculum, -i αρσ. όρχις.
· vagina, -ae θηλ. θήκη, αλλά που σήμαινε επίσης τα γυναικεία γεννητικά όργανα, το αιδοίο.
· veretrum ουδ. αρσενικά γεννητικά όργανα.
· verpa, -ae θηλ. το μέρος του πέους που προεξέχει από την ακροβυστία, μια λέξη που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για να ειρωνευτούν εκείνους που είχαν κάνει περιτομή.
· vomerm, -eris αρσ. υνί, αλλά και μια ακόμη από τις πολλές λέξεις που χρησιμοποιούσαν στη Ρώμη όταν αναφέρονταν –πού αλλού;– στο πέος…
Όλες οι εικόνες εδώ είναι φωτογραφίες από τις περίφημες τοιχογραφίες της Πομπηίας. Ο τεχνητός διπλός φαλλός προέρχεται επίσης από τη Ρωμαϊκή εποχή. |